εὐδίαιος

εὐδίαιος
εὐδίαιος or [full] ῐαῖος, ,
A hole in a ship, for letting off the bilge-water, Plu.2.699f, Poll.1.92, Hsch., Suid.
II [full] εὐδίαιον, τό, the end of a clyster-pipe, Paul. ex Fest.p.69 L.;

εὔδιον Poll.4.181

.
2 = γυναικεῖον μόριον, Hsch.
III as Adj., εὐδιαῖος, α, ον, caught in fair weather,

τριγόλας Sophr.67

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… …   Dictionary of Greek

  • χείμαρος — ο, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. οπή στο κύτος λέμβου κατάλληλη για την εκροή νερού, όταν αυτή ανασύρεται από τη θάλασσα, κν. τρύπα τού νερού αρχ. πάσσαλος στερεωμένος στον πυθμένα πλοίου, τον οποίο αφαιρούσαν, όταν έβγαζαν το πλοίο στην ξηρά, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • ευδίαιον — εὐδίαιον και εὔδιον, τὸ (Α) [ευδίαιος] 1. η άκρη, το ρύγχος τού κλύσματος 2. το γυναικείο αιδοίο 3. ο πρωκτός …   Dictionary of Greek

  • ευδιαίτερος — εὐδιαίτερος, α, ον (Α) συγκριτ. τού εύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. βαθμός τού εύδιος* (< ευδία) υπό την επίδραση τού ευδίαιος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”